Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
τοῖς οἰκείοις
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein … Deutsch Wikipedia
υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… … Dictionary of Greek
обѣщьникъ — ОБѢЩЬНИК|Ъ (15), А с. То же, что обьщьникъ. 1.В 1 знач.: ч(с)ти тѧ. [Владимира] ѡбѣщника Г(с)ь на нб҃сѣхъ сподоби бл҃говѣрь˫а твоего ради ЛИ ок. 1425, 304 (1289). 2. Во 2 знач.: Отърицаѥмъ же прѣпо(д)бн(ы)мъ ѥп(с)помь и презвютеромъ... тавли˫ами … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
передѣлъ — ПЕРЕДѢЛ|Ъ (3*), А с. Предел, область: ˫аже онамо въ ап(с)льмь правилѣ ре(ч)на быша ѿ насъ. но токмо прилучающа˫асѧ к(о)муждо въ своѥмь передѣлѣ. творити и поставлѧтi прозвутеры и дьконы. [так!] КР 1284, 74г; не токмо потѧзаѥмъ и хулимъ. рыбны˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διάφορος — η, ο (AM διάφορος, ον) 1. ανόμοιος, αλλιώτικος 2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί») 3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο* αρχ. 1. διφορούμενος, ασαφής 2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων… … Dictionary of Greek
μελαγχολώ — έω (ΑM μελαγχολώ, άω) [μελάγχολος] νεοελλ. 1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία 2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου νεοελλ. μσν. είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος μσν. εξοργίζομαι, αγανακτώ αρχ. κατέχομαι από μανία,… … Dictionary of Greek
παρατρύζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά 2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ ἄν τοῑς οἰκείοις νεοττοῑς γοερὰ ἐπιφωνοῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
σπλαγχνεύω — Α [σπλάγχνα] 1. τρώω τα σπλάγχνα τού σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.) 2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῑς οἰκείοις», Στράβ.) 3. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
συμπληρώνω — συμπληρῶ, όω, ΝΜΑ 1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι τού λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῡτο», Πλωτίν. γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῑς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.) 2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον» … Dictionary of Greek
τίφη — η, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. είδος υμενόπτερου εντόμου μσν. αρχ. μονόκοκκο σιτάρι («σπείρειν δὲ ἐν τοῑς οἰκείοις τόποις σησάμην, τίφας, ζειάς, κέγχρον», Γεωπ.) αρχ. η σίλφη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
χειρογραφώ — έω, ΜΑ [χειρογράφος] 1. γράφω, καταγράφω με το ίδιο μου το χέρι («δίκην βίβλων τῶν ὑπὸ πάντων... κεχειρογραφημένων», Ωριγ.) 2. δίνω έγγραφη εγγύηση, απόδειξη ή βεβαίωση («χειρογραφήσει ἀμφότερα τὰ μέρη ἐν ἡμέραις τριάκοντα», πάπ.) 3. μτφ.… … Dictionary of Greek